Φρυκτωρία: Η διά πυρός ή πυρσών μετάδοση σημάτων τη νύκτα. Φρυκτωρέω-ώ, το αντίστοιχο ρήμα.Στην ιστοσελίδα αυτή, πολύ απλά, φιλοδοξούμε να φρυκτωρούμε φλόγες ποίησης και οποιασδήποτε άλλης στιγμής και πράξης αποτελεί ποίηση και συνεπώς ομορφαίνει τη ζωή μας. Όπως οι πηγές της Μόκιστας του Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας (στο φόντο).Ένα παραμύθι, ένα υδάτινο λουλούδι με μια ομορφιά σκέτη φλόγα που ρέει κρυστάλλινη, δροσερή και ακαταμάχητη.. Ό,τι όμορφο είναι και ποιητικό, και ό,τι πραγματικά ποιητικό είναι και ανθρώπινο... Λίγο πιο κάτω στη δεξιά στήλη θα βρείτε την ποιητική συλλογή μου σε ebook

Σε λίγους στίχους κουρνιασμένος (κατεβάστε από εδώ)

από τις διαδικτυακές εκδόσεις 24grammata.com καθώς και μερικά έμμετρα χιουμοριστικά παραμύθια μου και κάποια θεατρικά έργα μου για παιδιά.

Υ.Γ. Η ιστοσελίδα αυτή είναι υπό κατασκευή. 'Υπό κατασκευή'. Μ' αρέσει αυτή η φράση. Υπό κατασκευή. Μονίμως, όπως και η ζωή μας. Γι' αυτό, τη φράση τούτη θα την κρατήσω! Under construction, που λένε, γιατί Θα φρυκτωρούμε και Αγγλιστί. Because we're gonna... blog our poetical ways through English, as well, transmitting poetic flames from heart to heart and soul to soul. Ας αρχίσουμε λοιπόν. Let's get started!
(Επισκεφτείτε και τις
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ, το μικρό αδερφάκι της ιστοσελίδας, για μεταφράσεις ποιημάτων στα Ελληνικά ξένων ποιητών. Από τις (έντυπες) εκδόσεις 24γράμματα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία το Αγγλικό έπος του 14αι 'Ο Σερ Γκοουέην κι ο Πράσινος Ιππότης' (Sir Gawain and the Green Knight) για ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, από τα Middle English (Αγγλικά 14 αι.)
You can also visit ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ, the site's little brother for foreign - language poetry translated into Greek!

Ποιητές στην αφάνεια... αλλά ποιητές


Αυτή η σελίδα είναι αφιερωμένη σε ποιητές που 'για τον άλφα ή τον βήτα λόγο' έχουν μείνει, έμειναν ή επέλεξαν να μείνουν στην αφάνεια. Θα προσπαθήσω να παρουσιάζω σιγά σιγά κάποιους, Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος! Και για να μην πέσει το σπίτι μου και με πλακώσει θα είναι βασικά, αλλά όχι μόνο, από τον τόπο μου... 

Για την ποιητική συλλογή Ποιος Μπορεί του Νίκου Παπακωνσταντίνου (εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα, 1983)

Ψάχνοντας τα ράφια της Δημοτικής βιβλιοθήκης Αγρινίου για να ικανοποιήσω την αναγνωστική μου περιέργεια και μανία, τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην ποιητική συλλογή Ποιος Μπορεί (εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1983) του ηθοποιού και καθηγητή ορθοφωνίας Νίκου Παπακωνσταντίνου (1922-1993). Ομολογώ δεν γνώριζα πως ο σημαντικός εκείνος ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου, με καταγωγή από το Αγρίνιο, υπήρξε παράλληλα ποιητής αλλά και μεταφραστής (Ευγένιος Ονέγκιν του Πούσκιν, Η Μπαλάντα της Φυλακής του Ρέντινγκ του Όσκαρ Ουάιλντ, Άσμα Ασμάτων Σολομώντα). Στο Εθνικό Θέατρο έκανε σημαντική καριέρα. Θα μπορούσε και στο στερούμενο προβολέων χώρο της ποίησης να έκανε κάτι ανάλογο αν το επεδίωκε, γιατί η ποιητική του συλλογή Ποιος Μπορεί, έχει στο κορμί της ψήγματα ποιητικού ταλάντου συνδυασμένα με ένα ήθος λησμονημένο εν πολλοίς, και η σκέψη του είναι βαθιά διαποτισμένη από μια ποιητικότητα η οποία έψαχνε, ως φαίνεται, γόνιμους ατραπούς για να ορμήσει έξω στον κόσμο και να τον χρωματίσει με τα ποιητικά και πνευματικά χρώματά της.
Ποίηση λυρική, γόνιμη φαντασία, διάθεση επιγραμματικότητας και ερωτήσεις που διεισδύουν στα μύχια της συνείδησης και χτυπούν τις πιο ευαίσθητες και λησμονημένες χορδές της είναι στοιχεία που διακρίνουν τον ποιητικό του λόγο. Ο σκελετός της ποίησής του είναι ακριβώς αυτά τα ερωτήματα (που αρχίζουν όλα με τη φράση Ποιος Μπορεί), παραινέσεις, δηλαδή, που λειτουργούν ως οχήματα του τρόπου σκέψης του.
Αγάπη διαπνέει όλο του το έργο, και ο κυριότερος εκφραστής της το άστρο της χάριτος, ο Άχραντος Γυιος της Παρθένου, (V) φως στη ζωή του ανθρώπου. Μονάχος, /κι υβρισμένος και άδοξος/, ακατάπαυτα σκύβοντας/ στο φτωχό εργαστήρι της άρνησης (ΧΧΙΙ), με κατάρτι σπασμένο/ και τιμόνι το μπράτσο του (XII),   πασχίζει ο ποιητής την καρδιά του να καταστήσει ουράνιο παράδεισο. Γιατί Ποιος μπορεί / τους αχούς των σειρήνων/ ακαταύπατα ακούγοντας/ με το βλέμμα μπλεγμένο/ στα πλεμάτια του ζόφου,/ και τα πήλινα πέλματα / δίχως διόλου ευστάθεια/ στης υδρόγειου/ το λασπένιο φλοιό, να σταθεί και να πει: πούθε ήρθα, ποιος είμαι/ τι ζητώ και που πάω;  αναρωτιέται και ρωτάει τους αναγνώστες στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τα πήλινα πέλματα να παραπέμπουν στην Παλαιά Διαθήκη, στον προφήτη Δανιήλ. Ως άνθρωπος – ποιητής πάντως καλείται με τον πυρσό που θ’ ανάψει του Λόγου (ΙΙΙ) να ομορφύνει με το θείο κάλλος τη ζωή μας.
Οφείλει, όμως, και τη συγχώρεση σε όλους ώστε τους μενόμενους όχλους/ των δειλών, πληρωμένων και άδικων/ που λιθάρια κρατώντας και ξύλα /καταπάνω του ορμούν / να τους δει με χαμόγελο (ΧΧΙΙΙ). Άλλωστε, ως γνήσιου Χριστιανικού ήθους καλλιτέχνης τυπτόμενος αναφωνεί με χτυπήσανε, άρα υπάρχω (ΧΧΙV), πασχίζοντας ταυτόχρονα να πνίξει το στοιχειό … που λυσσάρικα σκούζει/ είσαι ο πρώτος (XXV). Τς ρίζες του δε λησμονεί, τους γεννήτορές του. Βαδίζει, όμως, τον δύσβατο δικό του δρόμο καθώς στα σωθικά του καίει η αιώνια φλόγα της τελείωσης που τον ωθεί σαν μικρή πεταλούδα να ορμήσει/ με τον πόθο της φλόγας ασίγαστο,/ έτσι που/ με το κάθε τριγύρισμα/ στης πυράς τη φλεγόμενη γλώσσα/ και το κάθε της λάβρο φιλί/ κι από ένα ψεγάδι να καίει με το είναι του / ώσπου πια τελειωμένος να γείρει/ στη φωτιά/ και να θρέψει το φέγγος της (ΧΧΧ) κερδίζοντας την αιωνιότητα. Για τον ποιητή οφείλουμε να απαντήσουμε καταφατικά στην ερώτηση Ποιος μπορεί/ σαν τον Νώε… ειρηνεύοντας κάτω από τη στέγη/ της θνητής κιβωτού του/ ό,τι σέρπεται, φεύγει, πετάει, / για λιμνάζει, κολλάει για βυθίζεται,/ στη ζωή να κρατήσει την έννοιαν άνθρωπος/ ως να ιδεί / να προβαίνει στο ακρόθυρο/  το λευκό περιστέρι/ με κλωνάρι εληάς; (ΧΧΧΙΙΙ). Γιατί ο Νίκος Παπακωνσταντίνου ως άνθρωπος ‘άνω έθρωσκε’ πασχίζοντας να ρυθμίζει την κάθε του κίνηση/ στον παλμό της καρδιάς,/ που ολοένα μεθάει/ από τον οίστρο της άδολης έμπνευσης/ και τους ήχους μιας γκάιντας/ που η γύφτισσα τρέλα του παίζει; Και ήταν αυτή η γύφτισσα τρέλα που τον έκανε να περιπλανηθεί έστω και λίγο στους αγρούς της ποίησης.
Είχε ποιητικό χάρισμα ασφαλώς ο Παπακωνσταντίνου, αν και τα κάποια ποιήματά του έχρηζαν σε διάφορα σημεία βαθύτερης επεξεργασίας. Πάντως το Ποιος Μπορεί, είναι πραγματικά άξιο αναφοράς ως έργο, ένα μεγάλο έργο.
Εκτός από την εν λόγω ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε άλλες δύο, τους Διάττοντες (εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα, 1986) και την Αετειάδα (εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1989), αλλά και τα Θεατρικά Το Μαγεμένο Κρασί, και τα μονόπρακτα σε έναν τόμο, Ο Θάνατος του Πατροκοσμά – Το Πλιάτσικο του Χατζηγομάρα – Λιτανεία. Παράλληλα, εξέδωσε την ιστορική μονογραφία Αθανάσιος Διάκος, και την επιστημονική μελέτη Αγωγή του Λόγου

Για την ποιητική συλλογή Γαλάζιος Πάγος, του Βασίλη Σπυρέλη, εκδ. Ίβυκος, Αγρίνιο 1999 
Αδερφός της Χρυσούλας και της Βάγιας Σπυρέλη (καθηγητριών φιλολόγων με την κυριολεκτική έννοια του όρου, με πλούσια προσφορά στη λογοτεχνική έρευνα και το θέατρο, και τις οποίες εκτιμώ ιδιαίτερα), ο Αγρινιώτης ποιητής Βασίλης Σπυρέλης, ο οποίος έχασε πρόωρα της ζωή του σε ηλικία 39 ετών σε τροχαίο ατύχημα το 1998, θα μπορούσε ν’ αφήσει το δικό του στίγμα στα ποιητικά δρώμενα του τόπου και της χώρας. Από τη συλλογή του Γαλάζιος Πάγος που εκδόθηκε μετά θάνατον διαφαίνεται ένα πνεύμα ανήσυχο που έγραψε για τον έρωτα, για την πνευματική ‘λεηλασία της εποχής’, το ανούσιο άγχος της ζωής, τους φόβους και τις φοβίες, με ύφος ελεύθερο και ενίοτε με σκωπτική και παιγνιώδη διάθεση. 
Απότοκο της εποχής (και της ποιητικής φύσης κατά τη γνώμη μου), η μοναξιά είναι μόνιμη παρέα του καθώς ο ποιητής αισθάνεται Μόνος! χωρίς ανθρώπινο χνώτο/ χωρίς συμπάθεια ή αντιπάθεια./ Μακριά απ’ το διπλανό μου πόδι/ μ’ ένα μάτι ασφαλισμένο,/ με λιγοστή αγάπη, χωρίς κουβέντα…. (Μόνος).Και ο ποιητής –άνθρωπος ξύπνησε σε σαπισμένη ερημιά κι ανέπνευσε με μίσος/ τη λεηλασία της εποχής  (Στην υγειά σας) Όμως στο ίδιο ποίημα παρακάτω, με σκωπτικότητα δηλώνει απτόητος, δείχνει ότι δε φοβάται: Γεια σας υπόλοιπα τσακάλια/ είμαι άοπλος και προσφέρω/ το σώμα μου για να ζήσετε.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα απομυθοποιούνται τα ψευδο-ιδεώδη και τα ‘δήθεν’ της ανθρώπινης ιστορίας κι απευθυνόμενος στον Αντώνιο της αρχαίας Ρώμης του μιλά σκληρά: Κανείς δε νοιάζεται / για τη γελοία επίθεσή σου./Μόνος εναντίον όλων/ θαμμένος κάτω απ’ την άμμο/ μιας άλλης Αιγύπτου,/ αόρατος και χωρίς ηρωισμούς./ Εξευτελισμένος.(Computer εξουσίας)
 Για τον Βασίλη Σπυρέλη, Όλα μπορεί να τα χάσεις/ εκτός απ’ αυτά που έδωσες … (Αρχηγός), και σε μια σατιρική αποστροφή  στο ίδιο ποίημα προς τους φίλους του: σήμερα σας μιλάω/ σε χώρο κλειστό/ κι είμαι Αρχηγός για σήμερα! Ήξερε να δένει τη σκωπτική και χιουμοριστική διάθεση με την τέχνη της ποίησης και υπό το πρίσμα του ίδιου πνεύματος χειρίζεται την ίδια την κηδεία του, μέσα από το βλέμμα των άλλων κηδειών: Κηδείες ξυπνάτε!/ Να υποδεχθείτε τη δική μου/ την πιο λαμπρή κηδεία απ’ τη δική σας. (Κυρία). Με ποιητική αγνότητα και παιγνιώδη διάθεση πάλι, επιθυμεί να πυροβολήσει τους ανθρώπους (και την ποίησή του, προφανώς) με το χιόνι:  Πιασμένος με το ένα χέρι/ απ’ τον καθαρό ουρανό/ έψαχνε συνέχεια γι’ ανθρώπους/ που να προσφέρονται / στο δύσκολο σημάδι του (Χιόνι)
Κι έρχεται ο έρωτας να ομορφύνει (και να περιπλέξει) τη ζωή: και το τραγούδι στ’ αυτιά μου,/ φωνή ερωτικού κοχυλιού… Και στα κλαδιά σου ανέβαιναν στάλες/ οι πιο ακριβές και διάφανες/ που χάρισα ποτέ μου. (Οι πιο ακριβές) Και η εικόνα του έρωτα τον κυνηγάει στους σκληρούς ρυθμούς της δουλειάς: Όλη τη μέρα δουλεύω/ σα σκυλί/ κι όταν επανέρχεται το βράδυ/ το σκυλί/ με κυνηγάει με  λύσσα (Το σκυλί). Και πολλές φορές, φυσικά, έπεται ένα σύνηθες παράγωγο του έρωτα, ο πόνος: Πάνω σ’ ασημένια λιβάδια/ άφησε το τέλος της ανάσας της/ αυτή η αγάπη που σε βασάνισαν/ αλλά δεν πρόδωσες. /Και τα ποτάμια τ’ άδεια/ γέμισαν με μια βουή απόμακρη/ - λαχάνιασμα τ’ αλόγου που ξέφυγε/ τους διώκτες του. (Παράπονο)
            Στήριγμά του ο Θεός, και σε μια έξαρση ανθρώπινης ειλικρίνειας κι αδυναμίας λέει τούτα στο Ύψιστο Ον: Χθες ο Θεός άκουσε το κλάμα μου/ μέσα από τα ερείπια/ σήκωσε τους βράχους της αμαρτίας μου. / Αφού με ζήτησες – είπε – ξανάρθα/ κι ας είναι αυτή η φορά η πολλοστή/ κι ας ξέρω ότι θα ’ναι η τελευταία./ Κάθε φορά το κλάμα της μετανοίας σου/ είναι αληθινό. / Πιστεύεις στ’ αλήθεια/ κάθε φορά/ ότι θ΄ αλλάξεις. (Ξανάρθα). Εξάλλου, μέσα του αντιπαλαίει το αγαθό και καλό με το κακό: Η κόλαση μέσα μου πολεμάει/ έναν παράδεισο ατέλειωτο… … Με σημαδεύει… /.. η ομορφιά της αλήθειας/ μ’ ένα μεγάλο, σίγουρο τουφέκι. (Ακίνητος)
Κι αυτή η ομορφιά της αλήθειας ζωγραφίζεται από τα όνειρα του ποιητή, που τον κεντρίζουν σαν οίστρος να δημιουργεί, να υψώνει και να υψώνεται και να αναφωνεί δίκην πρόποσης: Στην υγειά σας όνειρά μου! (Στην υγειά σας)
Κλείνω μ’ ένα ακόμη σύντομο ποίημά του: Γλυκιά ψυχή! / Μικρή μου άνοιξη!/ Σταγόνα θείας βροχής!/ Δάκρυ στα μάτια μου, με πονάς!/ Μ’ ένα μεγάλο αγκάθι ευτυχίας! (Με πονάς)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου