Φρυκτωρία: Η διά πυρός ή πυρσών μετάδοση σημάτων τη νύκτα. Φρυκτωρέω-ώ, το αντίστοιχο ρήμα.Στην ιστοσελίδα αυτή, πολύ απλά, φιλοδοξούμε να φρυκτωρούμε φλόγες ποίησης και οποιασδήποτε άλλης στιγμής και πράξης αποτελεί ποίηση και συνεπώς ομορφαίνει τη ζωή μας. Όπως οι πηγές της Μόκιστας του Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας (στο φόντο).Ένα παραμύθι, ένα υδάτινο λουλούδι με μια ομορφιά σκέτη φλόγα που ρέει κρυστάλλινη, δροσερή και ακαταμάχητη.. Ό,τι όμορφο είναι και ποιητικό, και ό,τι πραγματικά ποιητικό είναι και ανθρώπινο... Λίγο πιο κάτω στη δεξιά στήλη θα βρείτε την ποιητική συλλογή μου σε ebook

Σε λίγους στίχους κουρνιασμένος (κατεβάστε από εδώ)

από τις διαδικτυακές εκδόσεις 24grammata.com καθώς και μερικά έμμετρα χιουμοριστικά παραμύθια μου και κάποια θεατρικά έργα μου για παιδιά.

Υ.Γ. Η ιστοσελίδα αυτή είναι υπό κατασκευή. 'Υπό κατασκευή'. Μ' αρέσει αυτή η φράση. Υπό κατασκευή. Μονίμως, όπως και η ζωή μας. Γι' αυτό, τη φράση τούτη θα την κρατήσω! Under construction, που λένε, γιατί Θα φρυκτωρούμε και Αγγλιστί. Because we're gonna... blog our poetical ways through English, as well, transmitting poetic flames from heart to heart and soul to soul. Ας αρχίσουμε λοιπόν. Let's get started!
(Επισκεφτείτε και τις
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ, το μικρό αδερφάκι της ιστοσελίδας, για μεταφράσεις ποιημάτων στα Ελληνικά ξένων ποιητών. Από τις (έντυπες) εκδόσεις 24γράμματα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία το Αγγλικό έπος του 14αι 'Ο Σερ Γκοουέην κι ο Πράσινος Ιππότης' (Sir Gawain and the Green Knight) για ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, από τα Middle English (Αγγλικά 14 αι.)
You can also visit ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ, the site's little brother for foreign - language poetry translated into Greek!

Τα Τρία Γουρουνάκια κι ο Λύκος ο Μηχανικός


Τα  Τ ρ ί α  Γ ο υ ρ ο υ ν ά κ ι α
κ ι  ο  Λ ύ κ ο ς  ο  Μ η χ α ν ι κ ό ς
           © Βασίλης Μ. Κομπορόζος 2007
Το έργο ανέβηκε αυτούσιο σε θεατρική παράσταση
από μαθητές της Στ’ τάξης
του 21ου Δημοτικού Σχολείου Αγρινίου
τον Μάιο του 2008

(Ας το χαρακτηρίσουμε σύγχρονη διασκευή από το πασίγνωστο παραμύθι
Τα Τρία Γουρουνάκια,
στο πιο ανθρώπινο, όμως, με ό,τι αυτό συνεπάγεται…
Α, μην το ξεχάσω! Όσοι έχουν σπίτια από άχυρο ή ξύλα
ας σταματήσουν εδώ το διάβασμα.
Οι υπόλοιποι ας συνεχίσουν.)


(Προσοχή: Το κείμενο περιέχει μικρές λέξεις ακατάλληλες για άτομα πάνω από δώδεκα ετών. Πρέπει λοιπόν να διαβάζεται πάντα υπό την εποπτεία ενός παιδιού. Σε περίπτωση ανάγνωσης από ενήλικα καλέστε αμέσως το Κέντρο Παιδικών Ονείρων τηλ. --- ωχ, το ξέχασα! Το αφηρημένος που είμαι! Μόλις θυμηθώ, θα σας το ανακοινώσω. Ας αρχίσουμε, όμως, το παραμύθι, μην το ξεχάσω κι αυτό…)

Εισαγωγικό Κεφάλαιο
(Οι μεγάλοι, συνήθως, αυτό το κεφάλαιο δεν το θεωρούν πρώτο.
Εμείς, όμως, θα τους χαλάσουμε το χατήρι!
Κεφάλαιο Πρώτο λοιπόν!)

Μια ιστορία θα σας πω
που μου τρύπωσε στο νου
καθώς καβάλαγα όνειρο χρυσό
στο δάσος του ψηλού βουνού

εκεί που ζουν τα τρία γουρουνάκια,
κι άλλα, μεγάλα και μικρά ζωάκια.

Ίσως να μη μου τρύπωσε στο νου
μα να μου την ψιθύρισε στ’ αυτιά
ένας γέρος πλάτανος πολύ σοφός
που ξέρει του δάσους πράγματα πολλά.

Το Κεφάλαιο του Λύκου
(Κεφάλαιο Δεύτερο)

Ήταν ένας λύκος ψηλός και γελαστός,
κι όπου και να πήγαινε καλοντυμένος,
πάντα προσπαθούσε νά ’ναι ευγενικός
κι ήτανε μηχανικός σπουδαγμένος!

Α, μην ξεχάσω, φίλοι μου, να πω κι αυτό,
ο λύκος έχτιζε σπίτια όμορφα, ψηλά
μα είχε μυαλουδάκι, στ’ αλήθεια, πονηρό
και για να κερδίσει χρήματα δεν τά’ κανε γερά.

Κι έπαψαν τα ζώα σπίτια πια να του ζητούν
κι έπεσε ο λύκος σε αναδουλειές.
Σε λίγο πάψαν κάποιοι και να του μιλούν
κι έχτιζε πλέον μόνο ποντικοφωλιές.

Μα εκεί που μόνος έπινε κρασί γλυκό
νέο κρυφάκουσε νόστιμο σα μέλι
και πήρε μπρος το πονηρό του το μυαλό
που ξεγλιστρά απ’ τους νόμους σαν το χέλι.

«Μαζί μου έχω ένα χάρτη θησαυρού,
είμαι στ’ αλήθεια πλάσμα τόσο τυχερό!»
σιγοψιθύριζε πιο πέρα μία αλεπού,
«πλάι στα τρία γουρουνάκια, ολόκληρο βουνό!»

«Εκεί που ζουν τα τρία γουρουνάκια»
σιγοψιθύρισε ο λύκος σκεφτικός.
«Για δες, κάτω απ’ τα σαχλά τους καλυβάκια
κρύβεται - πω πω! – ένας πλούτος μαγικός!»

«Εμπρός, λοιπόν, τα σπίτια τους να τα γκρεμίσω,
να νιώσουνε σαν ψάρια έξω απ’ το νερό.
Μα πρέπει πρώτα το χάρτη να βουτήξω,
με το λαχταριστό σαν κέηκ θησαυρό»

Και ‘ξέχασε’ το χάρτη φεύγοντας η αλεπού
τον βλέπει ο λύκος κι αμέσως τον βουτά.
Αχ, λύκε, θα μείνεις στα κρύα στου λουτρού,
γιατί σού έστησε η αλεπού κατεργαριά.

Το Κεφάλαιο της Αλεπούς
(Κεφάλαιο Τρίτο, το Πονηρό)

Μα τι σόι είν’ αυτή η αλεπού, παιδιά;
Έχει άκακη καρδιά ή πονηρή;
Αχ, κάποτε της έχτισες σαθρή φωλιά,
λύκε, και θέλει τώρα να σ’ εκδικηθεί.

«Στην πονηριά ανακηρύσσομαι δασκάλα,»
σκέφτεται η αλεπού με βλέμμα κορδωτό.
«Λύκε δε θα φας λεφτά με την κουτάλα,
σού ’δωσα – τι κόλπο – χάρτη ψεύτικο, πλαστό!»

«Θα πας στα τρία γουρουνάκια τα χοντρά
και κείνα θα σε στείλουνε στη φυλακή.
Και θ’ αρπάξω εγώ το σπίτι σου – τι χαρά! –
και δε θά ’χεις, πλέον, ούτε για λαχανικά»

«Λύκε πού ’χτιζες με σπασμένα τούβλα,
θα νιώθεις πως σε ψήνουνε στη σούβλα»

Ένα Κεφάλαιο από Άχυρα
(Κεφάλαιο Τέταρτο και Φτερό στον Άνεμο)

«Σήμερα θα κάνω δίαιτα με ραπανάκια
τηγανητά με βούτυρο κι αλάτι,»
είπε το πρώτο απ’ τα τρία γουρουνάκια
χοντρούλικο στο αχυρένιο του παλάτι.

Και πήγε να βγάλει απ’ τη φωτιά
το τηγάνι που μύριζε παχύ φαϊ,
μα ξάφνου τρίξαν τ’ άχυρα σαν κλαδιά…
Ωχ! Ο Λύκος άγριος σα γουρούνι στο σακί!

- Λύκε, άδικα σηκώνεις αέρα δυνατό,
έχτισα σπίτι γερό, σπίτι αχυρένιο.
- Γουρουνάκι άμυαλο, φύγε από δω
και θα σου δωρίσω κουλούρι σησαμένιο!

«Δε θέλω το σησάμι, ούτε κουλουράκι!»
Μ’ αρέσουν τα γλυκά και δε φεύγω από δω!»
Μα ο λύκος σκεφτότανε το παραδάκι
και γκρέμισε, φυσώντας, το σπίτι το σαθρό.

Και το πρώτο γουρουνάκι έγινε λαγός
και τρομαγμένο έτρεξε στον αδερφό του
πού ’μεινε ανέμελος σα λέων δυνατός
σε σπίτι καλαμένιο, για κακό του!

Ένα Κεφάλαιο από Καλάμια
(Κεφάλαιο Πέμπτο κι Αδύναμο σαν Κλαδάκι)

«Ποιος να χτυπάει άραγε και τι να θέλει;»
απόρησε το δεύτερο γουρουνάκι,
«τώρα που τρώω ψωμί με μέλι
και θέλω να φτιάξω και κανένα κεφτεδάκι».

Η πόρτα βρόνταγε σα να πέφταν κεραυνοί
και λαχανιασμένη ακουγόταν μια φωνούλα.
«Βοήθεια, του σάλεψε του λύκου πρωί πρωί
και με κυνηγάει, βρε το φαταούλα!»

«Μη φοβάσαι, κι έλα να φτιάξουμε κεφτέδες.
Το σπίτι τό ’χτισα εγώ κι είναι καλαμένιο!»
Μα μια φωνή τους τίναξε απ’ τους καναπέδες.
«Φύγετε και θά ’χετε κουλούρι κριθαρένιο!»

«Ποτέ! Δεν μ’ αρέσει, λύκε το κριθάρι,»
απάντησε απ’ το καλαμένιο σπίτι
ο ιδιοκτήτης του γεμάτος καμάρι.
«Και μάθε πώς λατρεύω το αραποσίτι.»


Μα πριν τελειώσει, αέρας σα σεισμός
γκρέμισε το σπίτι. Ω, τι μαύρο χάλι!
Και τα γουρουνάκια τρέξανε ολοταχώς
στον αδερφό τους με καρούμπαλα στο κεφάλι.

Ένα Κεφάλαιο από Τούβλα
(Κεφάλαιο Έκτο.
Προσέξτε μην κοπανήσετε πάνω του
το κεφάλι σας!)
           
Έχοντας στο στόμα σπανάκι με τζατζίκι
το τρίτο γουρουνάκι άκουσε φωνές.
«Φύγετε από δω! Το δάσος μου ανήκει!»
ακούστηκε ο λύκος όλο απειλές.

Μα πριν προλάβει κύμινο να πει,
όρμησαν μέσα τα δυο του αδερφάκια
και μαντάλωσαν την πόρτα στο πι και φι
αν κι από τη ζάλη βλέπαν αστεράκια.

Και φύσαγε ο λύκος φου και φου και φου
μα το σπίτι από τούβλα ήτανε γερό.
«Λύκε, το σπίτι μου δεν χτίστηκε στα κουτουρού!
Θα κάνεις μόνο μία τρύπα στο νερό!»

«Το σπίτι μου το έχτισε ο κάστορας
ο πιο καλός μηχανικός στην αγορά,
και δεν παρίστανα εγώ το μάστορα
σαν τα δυο μου αδερφάκια τα κουτά.»

Κι ο λύκος μας στης τρέλας του τη ζάλη,
κίνησε να μπει από την καμινάδα
μα από κάτω έβαλε καυτό τσουκάλι,
το τρίτο γουρουνάκι, με μακαρονάδα…

Για τον πόνο τι να πω και για τα ουρλιαχτά,
δεν κρύβω πως λυπήθηκα το λύκο, παιδιά,
πού ’φαγε μετά και μια ξυλιά στον πισινό
απ’ το τρίτο γουρουνάκι το μεθοδικό.

Και τον έδεσε με πόση ψυχραιμία
ενώ τ’ αδέρφια του τρέμαν σαν σπουργίτια
και, μόνο του, τον πήγε στην αστυνομία
να τιμωρηθεί που γκρέμισε τα σπίτια.
Το Κεφάλαιο
της Προβατίνας της Δικαστίνας
(επίσης, για να μη χαλάμε καρδιές, Κεφάλαιο Έβδομο)

Στο δικαστήριο ζώα πλήθος σα σαρδέλες
μέσα σε κονσέρβα στοιβαγμένες, για να δουν
το λύκο να τιμωρείται για τις τρέλες
και τα δίκαια γουρουνάκια να νικούν.

Κι απ’ την αναμονή τους έπιασε όλους πείνα
μέχρι πού ’φτασε η πολυπόθητη στιγμή
κι ήρθε η προβατίνα η δικαστίνα
που είναι δίκαιη κι έχει κι όμορφο μαλλί.

Κι αγόρευσαν οι δικηγόροι τα κοκόρια,
λόγια πολύπλοκα, κι ήταν μερικά σοφά,
μα τα πιο πολλά άχρηστα σα σάπια σπόρια,
μέχρι που μίλησε κι ο λύκος κορδωτά.

«Κυρά Δικαστίνα, στο δάσος είναι θησαυρός
μου τό ’πε η αλεπού και μ’ έπιασε τρέλα
αυτή φταίει, εγώ είμαι λύκος σοβαρός,
Δικαστίνα μου, όμορφη σαν καραμέλα.»

«Στο δάσος υπάρχει θησαυρός!»
αναφώνησαν τα ζώα όλα μαζί.
«Φέρτε μου την αλεπού, κι Όχι πανικός»
είπε η δικαστίνα ψύχραιμη και σοβαρή.

«Τον λύκο τον έφαγε η απληστία»
εξήγησε το τρίτο γουρουνάκι σοφά,
«και τ’ αδερφάκια μου η ανοησία
να ζουν σε σπίτια που κι ο άνεμος τα νικά.»

«Στο δάσος υπάρχει θησαυρός!»
επανέλαβαν τα ζώα μαγεμένα.
«Φέρτε μας την αλεπού, κι όχι πανικός»
φώναζαν όλα μαζί πανικοβλημένα.

Νά’ σου κι η αστυνομικίνα η νυφίτσα
φέρνοντας την αλεπού την πονηρή
στο δικαστήριο που δεν έπεφτε καρφίτσα
κι άρχισε κείνη μ’ αθώο ύφος να λαλεί.

«Εγώ ήθελα απλά να σπάσω πλάκα
και τίποτ’ άλλο – είμαι μια φτωχιά αλεπού -
μα ο καλός μου λύκος έπεσε στη φάκα!
Αλλά θα τον φιλέψω τώρα χόρτα ραγού!»

«Μήπως θέλησες στο λύκο να κάνεις κακό
που σού ’χτισε σπίτι τρύπιο σαν καλαμάκι;»
ρώτησε η δικαστίνα με βλέμμα σοφό.
«Σωστά!» πετάχτηκε το τρίτο γουρουνάκι.

«Δεν υπάρχει θησαυρός,» τι κοροϊδία
γρύλισε ο λύκος σαν αδύναμο σκυλί.
«Λύκε,» είπαν τ’ άλλα ζώα, «τι ανοησία
σε χόρεψε, φτωχέ, η αλεπού στο ταψί!»

Κι έπειτα προσήλθαν τ΄ άλλα γουρουνάκια
κι είχαν, αλήθεια, τα μαύρα τους τα χάλια
και μιλούσαν τρέμοντας σαν μικρά πουλάκια.
Είχαν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια!

«Εμείς απλά ετοιμαζόμασταν να φάμε
όταν ο λύκος μάς γκρέμισε τα σπίτια
και κινήσαμε στον αδερφούλη μας να πάμε
για να σωθούμε απ’ του λύκου τα τερτίπια.»

Και μετά έβγαλαν να φαν χόρτα με σαφράν,
Τους βλέπει η Δικαστίνα και λέει σοβαρή,
«Σταματήστε, εδώ δεν είναι ρεστωράν,
και μη φοβάστε, ο λύκος θα τιμωρηθεί!»

Το Κεφάλαιο της Περισυλλογής
της Προβατίνας της Δικαστίνας
(Κεφάλαιο Όγδοο)

(Σσσσς!
Για να μην ενοχλήσουμε τη δίκαιη και όμορφη
Δικαστίνα μας
που διέκοψε τη δίκη για να σκεφτεί, δεν θα μιλήσουμε εδώ.
Σσσσς!)

Το Κεφάλαιο της Δικαιοσύνης
(φτάσαμε κιόλας στο Ένατο Κεφάλαιο παιδιά!)

Να που έφτασε της τιμωρίας η ώρα
κι η δικαστίνα ανέβηκε στο βήμα.
Λύκε κι αλεπού, σας περιμένει μπόρα,
η χειρότερη στιγμή σας μες στο ποίημα.

Κι η προβατίνα με την καρδιά λιονταριού
ξεκίνησε αγέρωχη τούτα να λαλεί:
«Είπες ψέμα – μεγάλο ψέμα – αλεπού
κι έκανες μ’ αυτό το λύκο να τρελαθεί.»

«Γι’ αυτό για πέντε χρόνια πάνες θα αλλάζεις
σε κοτόπουλα και τα ρούχα τους θα πλένεις!
Και τώρα, αλεπού, γιατί αναστενάζεις;
Ξεκίνα αμέσως και χρήματα δε θα παίρνεις.»

«Και συ, λύκε, σπίτι γερά κι όμορφα θα χτίσεις
και στο ένα και στο άλλο γουρουνάκι
και για πέντε χρόνια θα τους τα καθαρίζεις
δίχως να ζητήσεις, βεβαίως, παραδάκι!»

«Και ποτέ κανείς μην ξανακάνει ζαβολιές
μα όλοι μαζί ας ζούμε αγαπημένοι
για να μη γίν’ η ζωή μας άγευστος πουρές
και σαλάτα με ντομάτα σαπισμένη.»

Του λύκου, παιδιά, σαν τ’ άκουσε, τού’ ρθε ταμπλάς,
και της αλεπούς της έφυγε η γη από τα πόδια.
Και τα γουρουνάκια στήσανε χορό χαράς
μαζί μ’ όλα τα ζώα, ακόμη και τα βόδια!

Πέντε Χρόνια Τιμωρίας
(Κεφάλαιο Δέκατο και Κουραστικό)

«Αχ, τι έπαθα,» μονολογούσε η αλεπού
«να γελούν μαζί μου της γειτονιάς οι κότες.
Ολημερίς ν’ αλλάζω πάνες του σκοτωμού
κι αυτές ξεκούραστες να βγαίνουν όλο βόλτες.»

«Ουφ, τι κούραση σπίτια γερά να χτίζεις»
έλεγε ο λύκος με βαριά τσαπιά στο χέρι,
«και μετά να πρέπει κιόλας να τα καθαρίσεις…
Κάλλιο να με τιμωρούσαν με καυτό πιπέρι!»

Ένα Κεφάλαιο μετά από 5 Χρόνια
(αν θυμάμαι καλά, το Ενδέκατο Κεφάλαιο)

Και σαν κύλισε γοργά ο χρόνος ο σοφός
και μετανόησαν ο λύκος κι η αλεπού,
βρέθηκε, στ’ αλήθεια, στο δάσος θησαυρός,
το Παλάτι του Γουρουνάν του Τρομερού.

Ναι!
εκεί που ζούσαν τα τρία γουρουνάκια,
βρήκαν την αρχαία Λαμπρή Χοιροκρατία!
Και τους έχτισαν πιο πέρα νέα σπιτάκια,
Α, μην το ξεχάσω, χτίσαν και μουσεία!

Βέβαια κόψαν λίγα δέντρα ομολογώ
σκάβοντας να φέρουν τα αρχαία στο φως
μα φυτέψαν τα διπλά σ’ ένα γυμνό βουνό
γιατί τα ζώα λατρεύουν τα δάση -  ευτυχώς!

Το Τελευταίο Κεφάλαιο
(Είμαι σίγουρος πως είναι το Δωδέκατο – ουφ! Νύσταξα. Εσείς, παιδιά;)

Κι αν όλ’ αυτά σας φαίνονται παραμύθια
ή σας θυμίζουν ανθρώπους οι πρωταγωνιστές
μάθετε πως κάπου κάπου έλεγα αλήθεια
κι είναι πολλές τούτες οι στιγμές…

Κι αν το παραμύθι σας άφησε απορίες,
πείτε στον ύπνο «θέλω να τ’ ονειρευτώ!».
Εκείνος ξέρει να πλάθει ιστορίες
πιο νόστιμες κι απ’ τ’ ωραιότερο γλυκό.

Να σας πω, όμως, εδώ κι ένα μυστικό;
Το ξύπνιο έχει πιο μεγάλη φαντασία
και βλέπει κρυμμένα άστρα μες στον ουρανό
πού ’χουνε με τις καρδιές αληθινή φιλία.

Κλείνω, όμως, τώρα και πάω να κοιμηθώ
γιατί αύριο θα ξυπνήσω πρωί πρωί
στο δάσος να πάω τα ζώα για να βρω
την ιστορία να μου πουν απ’ την αρχή!

teλos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου