Φρυκτωρία: Η διά πυρός ή πυρσών μετάδοση σημάτων τη νύκτα. Φρυκτωρέω-ώ, το αντίστοιχο ρήμα.Στην ιστοσελίδα αυτή, πολύ απλά, φιλοδοξούμε να φρυκτωρούμε φλόγες ποίησης και οποιασδήποτε άλλης στιγμής και πράξης αποτελεί ποίηση και συνεπώς ομορφαίνει τη ζωή μας. Όπως οι πηγές της Μόκιστας του Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας (στο φόντο).Ένα παραμύθι, ένα υδάτινο λουλούδι με μια ομορφιά σκέτη φλόγα που ρέει κρυστάλλινη, δροσερή και ακαταμάχητη.. Ό,τι όμορφο είναι και ποιητικό, και ό,τι πραγματικά ποιητικό είναι και ανθρώπινο... Λίγο πιο κάτω στη δεξιά στήλη θα βρείτε την ποιητική συλλογή μου σε ebook

Σε λίγους στίχους κουρνιασμένος (κατεβάστε από εδώ)

από τις διαδικτυακές εκδόσεις 24grammata.com καθώς και μερικά έμμετρα χιουμοριστικά παραμύθια μου και κάποια θεατρικά έργα μου για παιδιά.

Υ.Γ. Η ιστοσελίδα αυτή είναι υπό κατασκευή. 'Υπό κατασκευή'. Μ' αρέσει αυτή η φράση. Υπό κατασκευή. Μονίμως, όπως και η ζωή μας. Γι' αυτό, τη φράση τούτη θα την κρατήσω! Under construction, που λένε, γιατί Θα φρυκτωρούμε και Αγγλιστί. Because we're gonna... blog our poetical ways through English, as well, transmitting poetic flames from heart to heart and soul to soul. Ας αρχίσουμε λοιπόν. Let's get started!
(Επισκεφτείτε και τις
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ, το μικρό αδερφάκι της ιστοσελίδας, για μεταφράσεις ποιημάτων στα Ελληνικά ξένων ποιητών. Από τις (έντυπες) εκδόσεις 24γράμματα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία το Αγγλικό έπος του 14αι 'Ο Σερ Γκοουέην κι ο Πράσινος Ιππότης' (Sir Gawain and the Green Knight) για ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, από τα Middle English (Αγγλικά 14 αι.)
You can also visit ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ, the site's little brother for foreign - language poetry translated into Greek!

ΤΑ ΕΡΓΑ ΜΟΥ - ΤΟ ΑΣΧΗΜΟΠΑΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ


Το Ασχημόπαπο και το Λιοντάρι
© Βασίλης Μ. Κομπορόζος 2008
(Αυτούσιο το έργο ανέβηκε σε θεατρική παράσταση από
μαθητές της Στ’ τάξης του 21ου Δημοτικού Σχολείου Αγρινίου
τον Μάιο του 2008)
(Ένα ασχημόπαπο που δεν ήταν κύκνος
κι ένα λιοντάρι που είχε μπλεξίματα με ένα ποντίκι…)

Παπιοδιασκευή ή όπως αλλιώς θέλετε να το λιονταροπείτε
από το Ασχημόπαπο του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
και Το Ποντίκι και Το Λιοντάρι του Αισώπου

Όσοι θεατές κάνουν την πάπια
καλύτερα να μην το παρακολουθήσουν.
Α, και τα τρωκτικά
να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά.



Παπιοκεφάλαιο Πρώτο
(Βιαζόμαστε και γι’ αυτό δεν έχουμε εισαγωγή…)

Μια φορά κι έναν καιρό πολύ παλιό
πλάι σε μια λίμνη σ’ ένα δάσος μικρό
γέννησε η κυρά Πάπια μας αυγά.
Αχ! Πώς ήθελε να κάνει παιδιά!

Για την ακρίβεια δεν γέννησε αυγά
αλλά αυγό, ένα περίεργο αυγό
κι όλα τα ζώα, λεπτά, παχιά και στρουμπουλά
έρχονταν να δουν το θέαμα το μοναδικό!

«Τούτο το αυγό είν’ από τ’ άλλα πιο σκληρό!»
λέγανε τα ζώα όλα απορημένα,
«σίγουρα θα βγει ένα τέρας από δω
άσχημο σαν δέντρα κομμένα ή καμένα.»

Κι έφτασε η μέρα η σπουδαία η μεγάλη
και δε γεννήθηκε όμορφο μικρό παπάκι
μα ένα πού ’χε το μαύρο του το χάλι,
άσχημο σαν μαύρο βρώμικο σπυράκι.

«Το ένα του μάτι είναι λίγο πιο κάτω
και το ράμφος του είναι δυστυχώς στραβό.
Το καημένο δεν έχει δέρμα αφράτο
μα είναι ξηρό σαν ξινόμηλο σκληρό,»

είπαν και οι δυο γονείς με μια φωνή
και συνέχισαν μιλώντας στο παπάκι
«μακάρι νά ’σουν όμορφο σαν ντοματούλα γεμιστή
μ’ αλάτι, πιπέρι, μαϊντανό και κριθαράκι.»

«Αχ, μακάρι να μας δώσεις μεγάλη ευτυχία,
σπουδαίος να γίνεις, μεγάλος και καλός
κι όλοι να σε επαινούν δίχως αστεία,
αν και δεν είσαι καθόλου ομορφονιός!»

«Μα εσύ παπί δεν είσαι χάρμα οφθαλμών,»
είπαν τ’ άλλα ζώα μες στο γενικό χαμό
«δε θα φορέσεις φράκο, γραβάτα, παπιγιόν
και δε θα σε καμαρώσουμε γαμπρό!»



Κι ένα δάκρυ κύλισε καυτό και πονεμένο
στα μάγουλα του φτωχού άσχημου παπιού.
Ήταν πραγματικά τόσο λυπημένο
και δε κοιμόταν ξένοιαστο του καλού καιρού…

«Εμένα πάντα όλοι θα με κοροϊδεύουν,»
είπε τ’ ασχημόπαπο με κόμπο στο λαιμό.»
«Για την ασχήμια μου θα με παιδεύουν
και θά ’μαι σαν ψάρι έξω απ’ το νερό.»

Παπιοκεφάλαιο Δεύτερο
Ένα Ασχημόπαπο στο Σχολείο

Κι έφτασε η ώρα να πάει σχολείο
το πονεμένο μας το άσχημο παπί.
Και πάντα έπαιρνε άριστα και βραβείο
σ’ όλα τα μαθήματα και τη διαγωγή.

«Αχ, πως μ’ αρέσουν η γλώσσα κι η ιστορία
η φυσική, η μουσική και τα θρησκευτικά
και τι ωραία πού ’ναι κι η γεωγραφία
αλλά λατρεύω και τα μαθηματικά.»

«Μπράβο του, είναι πράγματι εκπληκτικός»
λέγανε οι δάσκαλοι για τ’ άσχημο παπί.
«Αυτό θα γίνει επιστήμονας σοφός
αν και μοιάζει με μπαγιάτικο ψωμί!»

Και τ’ άλλα παιδιά το πείραζαν μες στην αυλή
που δεν ήταν όμορφο όπως εκείνα.
«Είσαι σαν πατάτα καμένη στο ταψί
και σαν παράξενη κακάσχημη ψιψίνα!»

«Αχ, πόσο μ’ αρέσει μένα το σχολείο»
έλεγε μονάχο του το άσχημο παπί.
«Δεν είμαι ένα απαίσιο κακό θηρίο,
μονάχα ένα άκακο άσχημο παιδί…»

Αχ, πέρναγαν δύσκολα τα παιδικά τα χρόνια
και κανείς δε μίλαγε για το μεγάλο του μυαλό
μα του πετούσαν ντομάτες και κυδώνια
τα ζώα πού ’χανε μυαλό σαν κλούβιο αυγό.



Παπιοκεφάλαιο Τρίτο
Ώρα για Καλλιστεία
Κι έφτασε μια μέρα με καλοκαιρία
που είπε στα ζώα η γάτα η πονηρή
«Τι θα λέγατε να κάνουμε καλλιστεία
για το ζώο το πιο όμορφο μες στην αυλή;»

Έπειτα συνέχισε απ’ το παπί κρυφά
«και θα βγάλουμε το ασχημόπαπο νικητή
και θα νομίζει πως απέκτησε ομορφιά
η κουραμπιεδόφατσα η παρδαλή!»

Κι έφτασε των καλλιστείων η μεγάλη στιγμή
κι ετοιμάστηκαν τα ζώα που θα λάβουν μέρος
ο σκύλος, η γάτα, το γουρούνι, το παπί
με κριτή τον πόντικα, μες στο θέρος!

Κι ανέβηκε πρώτος ο σκύλος στη σκηνή
περήφανος, καμαρωτός, με βλέμμα κορδωτό.
«Είμαι ο σκύλος, ζώο φοβερό κι έξυπνο πολύ
και πάνω απ’ όλα όμορφο σαν παγωτό!»

Μετά ανέβηκε η γάτα πάνω στη σκηνή
περήφανη, καμαρωτή, με βλέμμα κορδωτό.
«Είμαι η γάτα, ζώο φοβερό κι έξυπνο πολύ
και πάνω απ’ όλα όμορφο σαν παγωτό!»

Να και το γουρούνι τώρα πάνω στη σκηνή
περήφανο, καμαρωτό, με βλέμμα κορδωτό.
«Είμαι γουρούνι, ζώο φοβερό κι έξυπνο πολύ
και πάνω απ’ όλα όμορφο σαν παγωτό!»

Κι όλα τ’ άλλα ζώα πως χειροκροτούσαν
με το θέαμα που βλέπαν πάνω στη σκηνή
και στ’ αλήθεια τώρα ανυπομονούσαν
να δούνε τι θα κάνει το παπί και τι θα πει.

Μα να που τώρα μες στον ενθουσιασμό
ανέβηκε πάνω στη σκηνή και το παπί.
«Είμαι ένα ήσυχο παπί, δεν κάνω το κακό
και λύνω τα προβλήματα στο πι και φι.»



Παπιοκεφάλαιο Τρία και Μισό
Τα Αποτελέσματα των Καλλιστείων

Τα ζώα ετοιμάζονταν να σπάσουν πλάκα
σαν έφτασε των αποτελεσμάτων η ώρα.
Αχ, παπί μου, τι παγίδα, τά ’κανες σαλάτα
και σε κοροϊδεύουν πια σ’ όλη τη χώρα.

«Ένα θα σου βάλω σκύλε και δε με μέλει,»
αναφώνησε προσποιητά το ποντίκι.
«Αν είσαι όμορφος εσύ, τότε εγώ είμαι χέλι,
ή ένα τρύπιο μαυρισμένο μπρίκι.»

«Ένα θα σου βάλω γάτα και δε με μέλει,»
αναφώνησε προσποιητά το ποντίκι.
«Αν είσαι όμορφη εσύ, τότε εγώ είμαι χέλι,
ή ένα τρύπιο μαυρισμένο μπρίκι.»

«Ένα θα σου βάλω γουρούνι και δε με μέλει,»
αναφώνησε προσποιητά το ποντίκι.
«Αν είσαι όμορφο εσύ, τότε εγώ είμαι χέλι,
ή ένα τρύπιο μαυρισμένο μπρίκι.»

Και συνέχισε ο πόντικας με ύφος σοβαρό:
«Νικητής των καλλιστείων είναι το παπί!
Τι ομορφιά, τι τσαχπινιά, τι βλέμμα φοβερό
ο πιο περιζήτητος γαμπρός, παιδιά, στη γη!»

Όλα τα ζώα αρχίσαν τις ζητωκραυγές
«Ζήτω τ’ ασχημόπαπο, τ’ όμορφο παπί,
σε πόλεις και χωριά, ραχούλες, λαγκαδιές,
στο κρύο και τη ζέστη, σε ήλιο και βροχή.»

Τι χαρούμενο που ήταν τότε το παπί
και τι μεγάλη που ήταν η διάκριση
μέχρι που κρυφάκουσε έξω στην αυλή
τη γάτα να γελά μαζί του – τι κατάκριση!

«Νιάου νιάου νιάου, τ’ ασχημόπαπο μας το χαζό
που την πάτησε κι έπεσε στην παγίδα.
Νιάου νιάου νιάου, θα τον κάνουμε φύλλο και φτερό.
Θα τον κάνουμε τηγανητή μαρίδα.»

«Ώστε όλα ήταν φάρσα, μια παγίδα»
μονολογούσε το παπάκι μας θλιμμένο.
«Εγώ ποτέ δεν πείραξα ούτε μύγα
κι όμως μ’ έκαναν τόσο δυστυχισμένο.»

Παπιοκεφάλαιο Τέταρτο
Της Συνομωσίας. Ωχ Ωχ!

Το παπί έγινε του βασιλιά σύμβουλος και φίλος
κι ήθελε όλοι να περνούν ζωή και κότα
μα το ποντίκι, το γουρούνι, η γάτα κι ο σκύλος,
τεμπέλιαζαν και τρώγαν μόνο καρότα.

Και περάσαν λίγα χρόνια τόσο βιαστικά
όσο μόνο ο γοργός ο χρόνος ξέρει
και γίναν τόσα πράγματα σημαντικά
που μου ξεράθηκε απ’ το γράψιμο το χέρι.

Στη λίμνη δίπλα σε σημείο σκοτεινό
ψιθύριζε σε κάποια ζώα το ποντίκι:
«Σκύλε, γάτα, και γουρούνι μου κακό
παρόλο που στο μπόι είμαι ψευτίκι,

έχω μυαλό πανούργο, μυαλό ξυράφι
και βρήκα τώρα πως θα γίνουμε υπουργοί,
να μη νιώθουμε γεροντοκόρες στο ράφι
και νά ’ναι ανώτερό μας το παπί.»

«Πες μας πώς,» ρώτησε ο σκύλος μ’ αγωνία
«Πες μας πώς» ρώτησε παιδιά κι η γάτα
«Πες μας πώς» και το γουρούνι μ’ ανυπομονησία
«Θα σας πω τα πάντα,  με λόγια σταράτα!»

«Το βιβλίο αυτό που στα χέρια μου κρατώ
αφηγείται του Μέγα Πόντικα την ιστορία
που κάποτε λευτέρωσε το Λέων το Τρανό»
από κάτι δίχτυα που τον σφίγγαν με μανία»

«Λοιπόν, καταλάβατε παιδιά τι εννοώ;»
«Όχι, απάντησε ο σκύλος μ’ απορία.»
«Όχι είπε η γάτα σαν παιδί κουτό.»
«Όχι» και το γουρούνι, γέρνοντας με υπνηλία.

«Λοιπόν, θα στήσουμε στο λιοντάρι παγίδα,
δίχτυ μεγάλο σαν μπετόν αρμέ γερό
και θα πέσει εκεί μέσα σαν καμιά γίδα
και θα λευτερωθεί από τον ποντικό.»

«Ποιον ποντικό;» ρώτησε ο σκύλος μ’ απορία
«ποιον ποντικό» είπ’ η γάτα σαν παιδί κουτό.
«ποιον ποντικό» και το γουρούνι με υπνηλία.
«Του κόσμου το πιο έξυπνο ποντίκι - εγώ!

Και θα πείσω το λιοντάρι να με κάνει υπουργό
και εγώ θα κάνω υπουργούς κι εσάς μετά
κι όλα τα ζώα μαζί σας θα τα τυραννώ
θα τους φάμε όλους σαν αυγά τηγανητά!»

«Εγώ θα γίνω υπουργός προβάτων και γιδιών»
είπε ο σκύλος μ’ αγαλλίαση μεγάλη.
«Εγώ θα γίνω υπουργός των νόστιμων ψαριών»
είπε η γάτα μ’ αγαλλίαση μεγάλη.

«Εγώ θα γίνω υπουργός λάσπης και βρωμιάς»
είπε το γουρούνι μ’ αγαλλίαση μεγάλη.
«Σταματήστε» είπε το ποντίκι μονομιάς
Και κουνήστε λίγο το χοντρό σας το κεφάλι.

Θα πούμε στο λιοντάρι πως είναι το παπί
Που έβαλε το δίχτυ για να το παγιδέψει.
Και θα το στείλει το παπί στη φυλακή.
Και το δάσος απ’ αυτό θα ξεμπερδέψει!»

Και φύγανε τα ζώα από κει γελώντας
με βλέμμα σκληραμένο σαν άγριο θηρίο.
Μα το ποντίκι μες στη χαρά του τραγουδώντας
ξέχασε στο χώμα χάμω το βιβλίο.

Παπιοκεφάλαιο Πέμπτο
Το Κεφάλαιο Παγίδα
(Προσοχή μην πέσετε μέσα)

Την ώρα κείνη έκανε περίπατο το παπί
αν και ήταν αργά  γιατί δεν είχε κρύο
και του άρεσε η βόλτα η νυκτερινή.
Μα ξάφνου – κρατς – πάτησε πάνω στο βιβλίο.

«Τί ’ναι πάλι αυτό το πράγμα το γυαλιστερό»
μ’ έκπληξη αναρωτήθηκε ο πάπιος ο καλός.
«Α, ένα βιβλίο μεγάλο ιστορικό,
Ο Μέγας Πόντικας κι ο Λέων ο Τρανός.»

«Χμμ, είναι του Μέγα Πόντικα η ιστορία
που κάποτε λευτέρωσε τον Λέων τον Τρανό
από κάτι δίχτυα που τον σφίγγαν με μανία,»
συμπλήρωσε παπί μας κι ήταν σκεφτικό.

«Το βιβλίο αυτό ανήκει στον ποντικό,
λέει εδώ στη δεύτερη σελίδα.
Εδώ μυρίζει σχέδιο δόλιο πονηρό
μια πελώρια ποντικοπαγίδα!»

Ουφ! Τι αφηρημένος που είμαι! Ξέχασα να πω
πως το παπί είχε δει σκιές μες στη νυχτιά
και πλέον κάτω από τον έναστρο ουρανό
του είχαν μπει μεγάλοι ψύλλοι μες στ’ αυτιά.

Το βιβλίο σαν ξεφύλλισε βιαστικά
το μυαλό του άρχισε να παίρνει στροφές.
Με θόρυβο και σαματά, αστραπές μπουμπουνητά
Δουλεύανε – βρουμ βρουμ - στο φουλ οι μηχανές!

Και κατάλαβε το παπί την πονηριά
το κόλπο που θα στήσουν στο λιοντάρι
για να τους δώσει κείνο αξιώματα πολλά
και να περιφέρονται μετά όλο καμάρι!

Παπιοκεφάλαιο Έκτο
Προσοχή. Δαγκώνει!

Το έξυπνο παπί δεν έχασε καιρό
μα πήγε αμέσως στο λιοντάρι, το βασιλιά
με την ξανθιά τη χαίτη και το σοφό μυαλό
που τα ζώα με τόση σύνεση τα κυβερνά.

«Αχ, τι θες και με ξυπνάς βραδιάτικα παπί;»
ρώτησε το λιοντάρι με χασμουρητά.
«Τι έγινε; Μήπως ντερλίκωσες στο φαί»
και σε πονάει έτσι τώρα η κοιλιά;»

«Όχι λιοντάρι δεν ντερλίκωσα στο φαϊ
Και δεν με πονάει έτσι τώρα η κοιλιά.»
«Τότε τι συμβαίνει αφού δεν ντερλίκωσες φαί
Και δεν σε πονάει έτσι τώρα η κοιλιά;»

Και ξεκίνησε να αφηγείται το παπί
μα μη γίνομαι κουραστικός δε θα τα ξαναπώ
γι’ αυτό ουάκ ουάκ ουάκ ουίκ ουίκ ουίκ
και ουάκ ουάκ ουάκ ουόκ ουόκ ουόκ.

«Είμαι ο βασιλιάς των ζώων, το τρανό λιοντάρι
έχω τιμωρία στα μαύρα μου κιτάπια
και θα κάνω τα ζώα να μου ζητούν χάρη
που τολμάνε τώρα να μου κάνουνε την πάπια.

Πρέπει δίχως άλλο να τιμωρηθούν
Το ποντίκι, ο σκύλος το γουρούνι
και ο σκύλος για να μη συνωμοτούν.
Εγώ δεν είμαι ένα χαζό ζουζούνι!»

Το παπί μας τότε πήρε μπρος για τα καλά
και σιγοράμφισε στ’ αυτί του λιονταριού.
Ψου ψου ψου ψου ψου ψου ουάκ ουάκ ουάκ
ουάκ ουάκ ουάκ ουάκ ψου ψου ψου και ψου.

Τι δεν καταλάβατε τι είπε το παπί;
Α, δεν σα το λέω. Κάντε λίγο υπομονή.

Παπιοκεφάλαιο Έβδομο
Μια φάκα για την ποντικοπαρέα ή Το Κεφάλαιο μιας Αναπάντεχης Μεταμέλειας

«Στήσαμε το δίχτυ» είπε το ποντίκι με χαρά.
«Στήσαμε το δίχτυ» είπε και το σκυλί χαρωπό.
«Στήσαμε το δίχτυ» είπε και η γάτα φωναχτά.
«Στήσαμε το δίχτυ» και το γουρούνι νηστικό.

Δεν ξέραν όμως πως το παπί τους παρακολουθεί
και είχε το λέοντα ενημερώσει
κι όταν τα ζώα πίσω από θάμνους είχαν κρυφτεί
ήρθε κείνος να τα κατακεραυνώσει.

Νά σου το λιοντάρι την κατάλληλη στιγμή
και λέει με θαυμασμό πλάι στην παγίδα:
«Ωχ, μια μύγα βλέπω πράσινη που κάνει σκι
σ’ ένα φύλλο όχι μεγαλύτερο από μαρίδα.»

«Πού ’ναι η μύγα η πράσινη που κάνει σκι;»
πετάχτηκαν οι τέσσερεις συνωμότες
και  – χραπ – πέφτει πάνω τους το δίχτυ με ορμή
κι απ’ την τρομάρα κακαρίζανε σαν κότες.

Και τότε είπε γελώντας το λιοντάρι:
«Ποντίκι σκύλε γουρούνι γάτα
θέλατε να πέσω μες στο δίχτυ σαν ψάρι
αλλά τα κάνατε χωριάτικη σαλάτα.»

«Μακάρι νά ’χα μια σαλάτα και τυρί»
είπε το ποντίκι έκπληκτο και πεινασμένο.
«Μα τι με κρατάτε σα γουρούνι στο σακί;
Περαστικό ήμουν από δω το καημένο!»

«Περαστικά ήμαστε κι εμείς τα καημένα,»
είπανε και τ’ άλλα ζώα με ύφος αθώο.
Κι ο Λέων γυρίζει και τους λέει αγριεμένα
«Δεν τρώω κουτόχορτο, δεν είμαι χαζό ζώο.»

«Αυτοί εδώ με παρασύραν οι πονηροί»
είπε το ποντίκι κι έκανε πως κλαίει.
«Θέλαν οι κουτοί να γίνουν υπουργοί
και να περιφέρονται περήφανοι κι ωραίοι!»

«Ψέματα ψέματα καλό μας λιοντάρι,»
Είπαν σκύλος γάτα και γουρούνι μαζί.
«Το ποντίκι φταίει, μην του δώσεις χάρη
μα λιώσ’ το σα βούτυρο πάνω στο ψωμί!»

Και του τά ’παν όλα με το νι και με το σίγμα
με γαβγίσματα νιαουρίσματα και γουρουνίσματα
με λόγια μπερδεμένα – τι παράξενο μείγμα
και τον εκλιπαρούσαν ν’ αφήσει τα πείσματα.

Το παπί δεν άντεξε κι άρχισε να κλαίει
που βάλθηκαν στο λιοντάρι να το κατηγορούν.
«Εμένα νέοι, γέροι, κοντοί, ψηλοί κι ωραίοι
για την άσχημη μου φάτσα με περιγελούν.»

Κι έκλαιγε κι έκλαιγε δεν άντεχε άλλο το παπί
μα βλέπουν καλά τα μάτια μου ή ονειρεύομαι
ο σκύλος, το ποντίκι, το γουρούνι, το γατί
κλαίνε και αυτοί – α, καλά τρελαίνομαι!

«Ναι, κλαίμε και εμείς και κλαίμε στ’ αλήθεια.
Συγνώμη πάπιε που σου φερθήκαμε σκληρά,
Κι αυτά που λέμε τώρα δεν είναι κολοκύθια!
Συγνώμη πάπιε με τη λιονταρίσια καρδιά.»

«Καλέ αυτοί εδώ κλαίνε στ’ αλήθεια,»
είπε το λιοντάρι μ’ έκπληξη και απορία.
«Πληγώσατε τον πάπιο, σα μαχαιριά στα στήθια,
γιατί απλά δεν είναι όμορφος- τι αδικία!»

«Μα πίσω απ’ την εμφάνιση την εξωτερική
κρύβεται ολόχρυση καρδιά και νους σοφός.
Γιατί να κρίνουμε απ’ τη φάτσα, τη μύτη το αυτί
κι όχι απ’ τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός;»

«Έχεις δίκιο, σοφά μιλάς Λέοντα Τρανέ,»
είπανε τα τέσσερα ζώα μετανιωμένα.
«Δε μας πείραξες ποτέ πάπιε αγαθέ
κι είμαστε τώρα τόσο πικραμένα.»

«Ποντίκι, γουρούνι, σκύλε και γατί,»
βροντερό ακούστηκε το δίκαιο λιοντάρι.
«Για πέντε χρόνια θα ψαρεύετε για το παπί
ψάρια νόστιμα μεγάλα σαν μουλάρι.»

«Πω πω και πως τρελαίνομαι για ψάρια,»
είπε τ’ άσχημο παπί ευτυχισμένο.
«Ξέρετε, τα προτιμώ από τα καλαμάρια»
συμπλήρωσε κατιτίς ξελιγωμένο.

Παπιοκεφάλαιο Όγδοο
Ένα Κεφάλαιο Όμορφο σαν Κύκνος

Κι έτσι τελειώνει εδώ η ιστορία αυτή
με το τέλος που έδωσε ο Τρανός ο Λέων
ο οποίος πήγε στη συνέχεια να κοιμηθεί
γιατί ήταν ένας βασιλιάς Νυσταλέων.

Ωχ,  ωχ για σταθείτε, ξέχασα να πω κι αυτό,
ο Λέων έκανε τον πάπιο αντιβασιλέα
που κυβέρνησε με καλοσύνη και μυαλό
και παντρεύτηκε την πάπια την πιο ωραία.

Τα ζώα πια το θαύμαζαν, το επαινούσαν.
«Είναι κι από κύκνος πιο ωραίο!»
κι οι παλιοί εχθροί του πια τον αγαπούσαν
και του ψάρευαν τσιπούρα και γαλέο

κι άλλα ψάρια
αν και όχι μεγάλα σαν μουλάρια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου