Φρυκτωρία: Η διά πυρός ή πυρσών μετάδοση σημάτων τη νύκτα. Φρυκτωρέω-ώ, το αντίστοιχο ρήμα.Στην ιστοσελίδα αυτή, πολύ απλά, φιλοδοξούμε να φρυκτωρούμε φλόγες ποίησης και οποιασδήποτε άλλης στιγμής και πράξης αποτελεί ποίηση και συνεπώς ομορφαίνει τη ζωή μας. Όπως οι πηγές της Μόκιστας του Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας (στο φόντο).Ένα παραμύθι, ένα υδάτινο λουλούδι με μια ομορφιά σκέτη φλόγα που ρέει κρυστάλλινη, δροσερή και ακαταμάχητη.. Ό,τι όμορφο είναι και ποιητικό, και ό,τι πραγματικά ποιητικό είναι και ανθρώπινο... Λίγο πιο κάτω στη δεξιά στήλη θα βρείτε την ποιητική συλλογή μου σε ebook

Σε λίγους στίχους κουρνιασμένος (κατεβάστε από εδώ)

από τις διαδικτυακές εκδόσεις 24grammata.com καθώς και μερικά έμμετρα χιουμοριστικά παραμύθια μου και κάποια θεατρικά έργα μου για παιδιά.

Υ.Γ. Η ιστοσελίδα αυτή είναι υπό κατασκευή. 'Υπό κατασκευή'. Μ' αρέσει αυτή η φράση. Υπό κατασκευή. Μονίμως, όπως και η ζωή μας. Γι' αυτό, τη φράση τούτη θα την κρατήσω! Under construction, που λένε, γιατί Θα φρυκτωρούμε και Αγγλιστί. Because we're gonna... blog our poetical ways through English, as well, transmitting poetic flames from heart to heart and soul to soul. Ας αρχίσουμε λοιπόν. Let's get started!
(Επισκεφτείτε και τις
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ, το μικρό αδερφάκι της ιστοσελίδας, για μεταφράσεις ποιημάτων στα Ελληνικά ξένων ποιητών. Από τις (έντυπες) εκδόσεις 24γράμματα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία το Αγγλικό έπος του 14αι 'Ο Σερ Γκοουέην κι ο Πράσινος Ιππότης' (Sir Gawain and the Green Knight) για ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, από τα Middle English (Αγγλικά 14 αι.)
You can also visit ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ, the site's little brother for foreign - language poetry translated into Greek!

ΤΑ ΕΡΓΑ ΜΟΥ - Οι Πυγολαμπίδες που γίνανε Πυγολαμπτήρες


Οι Πυγολαμπίδες  που γίνανε Πυγολαμπτήρες

                                               Βασίλης Κομπορόζος (c) 2008
(Παραμύθι για παιδιά μικρά, μεσαία και μεγάλα)

Προσοχή:
Το έργο αυτό ίσως σας αλλάξει τα λαμπάκια.
Γι’ αυτό το λόγο,
πρέπει να έχετε πολύ φως στην καρδιά σας
και πολλά πολλά
κεριά στο σπίτι σας…
(ή πολλές μα πάρα πολλές
πυγολαμπίδες!)
Όποιοι δεν έχουν φως στην καρδιά
ή (έστω και λίγα) κεριά στο σπίτι τους
ή καμιά πυγολαμπίδα
να μην το διαβάσουν
γιατί θα πάθουν βραχυκύκλωμα.

(Αυτούσιο το έργο ανέβηκε σε θεατρική παράσταση από
μαθητές της Στ’ τάξης του 21ου Δημοτικού Σχολείου Αγρινίου
τον Μάιο του 2009)
Το κεφάλαιο του πεσμένου ρεύματος
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

«Ξέρετε τι είναι οι πυγολαμπίδες, παιδιά;»
ρώτησε ο δάσκαλος μες στο σκοτάδι
γιατί είχε πέσει το ρεύμα, κι έπεφτε συχνά,
λες κι έτρωγε συνέχεια τρικλοποδιές, το στραβάδι!

«Για οικονομία στο ρεύμα», λέγαν οι μεγάλοι
που αφήναν τις συσκευές ανοιχτές και στις πρίζες!
«Υπάρχει κρίση ενεργειακή,» λέγαν, «τι χάλι»
κι ο δάσκαλος – ποιος ξέρει πώς – σκέφτηκε πυγολαμπίδες.

«Κύριε, κύριε, κύριε, κύριε, εγώ!»
ακούστηκε απ’ την τάξη μακρόσυρτη βουή.
«Εντάξει, ας μας απαντήσει η Φωφώ
μα κάντε ησυχία για ν’ ακουστεί.»

«Μα, κύριε, πάλι η Φωφώ, πάλι αυτή!»
ακούστηκε απ’ την τάξη μεγάλο βουητό
μα η Φωφώ είχε μέρες να μιλήσει η καψαρή,
γιατί έλειπε καιρό, ψηνότανε στον πυρετό!

«Οι πυγολαμπίδες είναι κάτι έντομα μικρά
που τα βλέπω στο χωριό το καλοκαίρι
και βγάζουν φως, σα λάμπες, από την ουρά»
είπε η Φωφώ που δε σήκωνε συχνά το χέρι.

«Κι εγώ, κύριε, τις κυνηγάω να τις πιάσω
μα αυτές όλο μου ξεφεύγουν οι κατεργάρες
γιατί, κύριε, δεν έχω για τα έντομα λάσο
και κάνουνε, παιδιά, και κάτι παλαβομάρες!»

Και την έπιασε πάρλα τότε τη Φωφώ
κι έλεγε μπλα μπλα μπλα, κάτι κουταμάρες.
«Η Φωφώ μας, σαν αρχίσει, μιλά σα γάργαρο νερό
μα η φωνή της είναι βραχνή, θέλει γαργάρες!»

συμπλήρωσε ο δάσκαλος στα σκοτεινά
γιατί είχε συννεφιά, ερχόταν καταιγίδα!
Μα οι μαθητές μας νιώθαν τόσο ρομαντικά
κι όμορφα σαν τη λαμπρότερη πυγολαμπίδα.

«Λοιπόν, παιδιά, το ρεύμα μας το σπαταλάμε
και μολύνουμε, σκοτώνουμε το περιβάλλον»
είπ’ ο δάσκαλος, «τη γη δεν την αγαπάμε.
Κάνουμε του κεφαλιού μας και λέμε άλλα αντ’ άλλων!»

«Και τώρα πίσω πάλι στα μαθηματικά!»
«Όχι, κύριε, όχι,» φώναζαν οι μαθητές.
«Κύριε, πώς θα σκεφτούμε μες στα σκοτεινά;
Το μυαλό μας πια δεν λειτουργεί, είναι σαν πουρές.»

είπαν για να γλιτώσουνε τα μαθηματικά
μα ο δάσκαλος δεν τό ’χαψε, δεν ήταν ψάρι!
Αχ, που νά  ’ξεραν πως θα γλιτώναν τελικά
Και θά ’ταν η Φωφώ που θα τους έκανε τη χάρη.

Το κεφάλαιο που ζαλίζεται
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
(Όσοι ζαλίζονται να μην το διαβάσουν
γιατί θα δουν αστράκια!)

Κι ο δάσκαλος που ήταν απ’ τα επίμονα πλάσματα
έγραψε στον πίνακα κάτι πράγματα καινούρια.
«Σήμερα θα μάθουμε παιδιά τα κλάσματα.
Θα ρίξουμε φως σ’ όλα τους τα κουσούρια!»

Μα ξάφνου – μπαμ – νά ’σου στο πάτωμα η Φωφώ
δίχως αισθήσεις, σαν να της τέλειωσε η μπαταρία.
«Λιποθύμησε παιδιά γιατί έχει πάλι πυρετό»
είπ’ ο δάσκαλος «κι όχι πανικός, μα ψυχραιμία!»

«Ναι, κύριε, φυσικά, παν’ απ’ όλα ψυχραιμία,»
Είπαν οι μαθητές και τρέμαν σα μικρά πουλάκια.
«Θα τη συνεφέρω, παιδιά, μα κάντε ησυχία.»
αλλά οι μαθητές βλέπαν απ’ την ταραχή αστράκια!

Νύχτωσε! Ας αρχίσει το παραμύθι.
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
(Τι; Τώρα αρχίζει το παραμύθι; Καλά, καλά, εντάξει.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ αρχή του παραμυθιού!)

Μια φορά κι έναν καιρό, ζεστό πολύ ζεστό
- ήταν Αύγουστος, κι η ζέστη μού ’χε φέρει ζάλες -
ζούσαν σ’ ένα δάσος πυκνό, πολύ πυκνό
κάτι πυγολαμπίδες ασυνήθιστα μεγάλες!

Ναι, ήτανε μεγάλες, σα σπουργίτι η καθεμιά,
και τους άρεσε να πετούν ψηλά στον ουρανό.
Και φώτιζαν τα δέντρα του δάσους τα ψηλά
παίζοντας κρυφτό, σχοινάκι και κυνηγητό.

Κι ήταν οι μεγάλες και καλές πυγολαμπίδες
περήφανες για το φως που βγάζαν απ’ τις ουρές,
φως δυνατό και βλέπαν των εχθρών τους τις παγίδες
κι ήτανε γι’ αυτό τόσο μα τόσο γελαστές!

Έχετε υπομονή να σας τις απαριθμήσω;
Αν ‘ναι’ τότε αρχίζω από τούτο το λεπτό.
Αν ‘όχι’, α, όχι δεν μπορώ πια να σταματήσω
γιατί το παραμύθι θα μου κόψει το ηλεκτρικό!

Ήτανε η Φωτεινή, η Φωσφορίτσα, κι η Πυρά,
η Φωτούλα, η Πυρούλα κι η Πυρωμένη
και χοροπηδούσανε με κέφι και χαρά
και τους κοίταζε η νύχτα ευτυχισμένη.

Α, ήταν κι ο Φωτεινός, ο Φωτούλης κι ο Φλογάτος
ο Φωσφορίζος, ο Φλογούλης κι ο Φλογισμένος
και πέταγε ο καθένας χαρά γεμάτος
τότε που κοιμόταν ο ήλιος κουρασμένος.

Το κεφάλαιο του δυνατότερου φωτός
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
(Φορέστε γυαλιά ηλίου για να μην
στραβωθείτε απ’ το φως)

«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!»
είπε η Φωτούλα λάμποντας από χαρά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά.»

«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!»
απάντησε η Φωσφορίτσα με τόση σιγουριά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά.»

Ω, τα ίδιαν είπαν κι η Πυρούλα κι η Πυρά,
α, μην το ξεχάσω ακόμη κι η Πυρωμένη.
Και το λέγαν όλες με κόρδωμα και σιγουριά
πού ’γινε η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη.

«Μα, τι λέτε. Εμένα είναι το δυνατότερο»
είπαν ο Φωτούλης κι ο Φωσφορίζος κορδωτά.
«Το δικό μου φως είναι το δυνατότερο!
και βάζω γι’ αυτό το χέρι μου και στη φωτιά!.»

Α, τα ίδια κι ο Φλογούλης κι ο Φλογισμένος κι ο Φλογάτος
ώσπου πετάχτηκαν μαζί ο Φωτεινός κι η Φωτεινή.
«Αρκετά γιατί φαγώνεστε σα σκύλος με τη γάτα;
Το φως που έχουμε είναι δώρο θεϊκό.»

«Μην το σβήσουμε από έχθρες και ανοησίες.»
Και συμφώνησαν όλοι οι κύριοι και οι κυρίες.

«Μην το σβήσουμε από έχθρες και ανοησίες!»

Το κεφάλαιο  του Ρούλη του Ηλεκτρούλη
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Και περνούσανε οι μέρες φως γεμάτες
και ιδίως οι νύχτες για να ακριβολογώ
ώσπου μια μέρα κει που τρώγαν  ζουμερές ντομάτες
τους πλησίασε ο Ρούλης με το πονηρό μυαλό.

Τι, δεν ξέρετε, παιδιά, ποιος είν’ ο Ρούλης;
Α, ο Ρούλης, ένας κόρακας με μαύρα φτερά
που το πλήρες όνομά του είναι Ηλεκτρούλης
κι ήταν έμπορος πρώτος στου δάσους την αγορά.

«Εδώ οι φακοί οι καλοί οι φωτεινοί»
βροντοφώναξε κρατώντας παράξενο σακκούλι,
«φακοί φωτεινοί, της αγοράς οι πιο φτηνοί,
οι καλύτεροι φακοί, από τον Ηλεκτρούλη!»

Οι πυγολαμπίδες πήγαν μ’ έκπληξη και θαυμασμό
για να δουν εκείνες τις παράξενες … φακές!
«Φακοί! Όχι φακές,» είπ’ ο Ρούλης σοβαρός,
«Κάνουν τη νύχτα μέρα κι είναι ωραίοι σαν κεφτές.»

«Βγάζουν φως δυνατότερο απ’ το δικό σας
και είναι και της μόδας τώρα τελευταία.
Σας τους πουλώ φτηνά εσάς για το καλό σας.»
είπ’ ο Ρούλης, ψεύτης μέγας με περικεφαλαία!

«Πόσο τους πουλάς τους φακούς καλέ μας Ρούλη;»
ρωτήσαν μ’ αγαλλίαση οι πυγολαμπίδες.
«Δωρεάν για σας!» είπε με βλέμμα πονηρούλη
κι εκείνες πέσαν να τους πάρουν σαν ακρίδες.

Και τους έδωσε φακούς με το τσουβάλι.
«Το μόνο που ζητώ είν’ ο χώρος τούτος δω»
είπ’ ο Ρούλης άπληστος σαν άγριο τσακάλι.
«Τα δέντρα και τους θάμνους, νά ’χω κάτι κι εγώ…»

«Και πια θα λέγεστε πυγοφακοί
ή μιας που οι φακοί έχουν μέσα λαμπτήρες»
συνέχισε ο πονηρός με ύφος νικητή,
«τ’ όνομά σας πια θα είναι πυγολαμπτήρες!»

«Ζήτω οι Πυγολαμπίδες που γίναν Πυγολαμπτήρες!»
φωνάξαν όλες σχεδόν οι πυγολαμπίδες μαζί
ουχ, ωχ, συγγνώμη, οι Πυγολαμπτήρες
εκτός από τον Φωτεινό και τη Φωτεινή.

Η Φωτεινή κι ο Φωτεινός ήτανε διστακτικοί,
ν’ αφήσουν το δικό τους φως δεν τους έκανε καρδιά,
να φορέσουν φακούς, τι τρέλα πάλι κι αυτή,
μα στο τέλος τους φορέσαν δοκιμαστικά.

Έλα, όμως που ξέχασα να πω, παιδιά, κι αυτό:
Ο Ρούλης τους έδειξε πως μπαίνουν οι μπαταρίες
αλλά, ουχ ωχ, πρέπει να διακόψω εδώ
γιατί κάναν τόση φασαρία και φασαρίες!

Το κεφάλαιο της γυμναστικής
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

«Ο δικός μου φακός είναι δυνατότερος»
λέγαν οι μισοί πυγολαμπτήρες όλο χαρά.
«Ο δικός μου φακός είναι δυνατότερος»
λέγανε οι άλλοι με τόση σιγουριά.

Αχ, καμιά τους πάλι δεν είχε το δικό της φως
ή κανείς, αφού ήτανε πυγολαμπτήρες.
Μα απ’ ό,τι ξέρω η Φωτεινή κι ο Φωτεινός
στενοχωριόνταν σα νά’ χαν στα μαλλιά τους ψείρες.

Υπήρχε, όμως, ένα προβληματάκι τόσο δα.
Οι φακοί ήταν για τους φίλους μας λίγο βαρείς
μα δεν τόλμαγαν να τ’ ομολογήσουν φωναχτά.
Ε, μην τους πει αδύναμους κι άψυχους κανείς!

Ώσπου βρήκε το θάρρος κι είπε η Φωσφορίτσα,
«Πυγολαμπτήρες μου καλοί, δεν πετάμε πια καλά,
πετάμε λες και φάγαμε χαλασμένη πίτσα
ή σα να μας κάηκε η ασφάλεια στα φτερά.»

Τότε πρότεινε ο Φωσφορίζος σα νά ’τανε σοφός,
«Τι θα λέγατε παιδιά να γυμναστούμε,
γιατί μου φαίνεται βαρύς τούτος ο φακός,
να τον σηκώνουμε εύκολα κι ωραίοι να πετούμε;»

«Μπράβο,» είπ’ η Φωσφορίτσα, «τι καλή ιδέα
ν’ αρχίσουμε αμέσως τη γυμναστική!»
«Ναι, ναι,» πετάχτηκε ο Φωσφορίζος «πολύ ωραία.
Ώρα για τρέξιμο και βάρη να γίνουμε δυνατοί!”

Και γυμνάζονταν οι αφελείς πυγολαμπίδες,
ουχ, ωχ, συγγνώμη, οι πυγολαμπτήρες, φίλοι.
«Εγώ φοβάμαι πως κάνουμε σαν άμυαλες γαρίδες!»
είπ’ η Φωτεινή σα να την μπήκαν στ’ αυτιά της ψύλλοι.

Το κεφάλαιο που του τέλειωσαν οι μπαταρίες
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ  7
(Ελέγξατε τις μπαταρίες σας;)

Μα μετά από δύο μέρες δεν ανάβαν οι φακοί
«Να καλέσουμε τον Ρούλη τον Ηλεκτρούλη,
εκείνος ξέρει, είναι έξυπνος πολύ,»
πρότεινε συλλογισμένος ο Φωτούλης.

«Α, φίλοι μου σας τέλειωσαν οι μπαταρίες,»
είπ’ ο Ρούλης σαν επιστήμονας σοφός.
«Θα σας δώσω εγώ μεγάλες, ωραίες κι αστείες
και θά’ χετε ακόμη δυνατότερο φως.»

«Α, τι ωραία,» φωνάξαν οι πυγολαμπτήρες
«και δώσ’ τους μας σε λογική τιμή
γιατί εμείς δεν έχουμε δραχμές, ευρώ ή λίρες»
είπε κι η Φωτούλα κι ήταν τόσο χαρωπή.

«Για σας, μόνο ένα δεντράκι, καλά μου ζώα
ένα δέντρο η κάθε μπαταρία απ’ τη δική σας γη!»
είπ’ ο Ρούλης και συνέχισε δήθεν αθώα
«βοηθήστε κι εμένα το φτωχό πουλί»

«Στο χώρο που μου δώσατε θα φτιάξω ιατρείο
και θα γιατρεύω τ’ άρρωστα ζωάκια δωρεάν,»
είπ’ ο Ρούλης σα γιατρός με καλοσύνη και πτυχίο
αυτός που λάτρευε τα ψέματα – ωχ, αμάν αμάν.

«Ζήτω ο Ρούλης,» φώναξε ο Φωτούλης με χαρά.
«Ζήτω ο Ρούλης» φώναξε μετά και η Φωτούλα.
«Ζήτω» όλοι οι Πυγολαμπτήρες χορωδιακά.
«Μήπως, όμως, είναι κάνας φαταούλας;»

αναρωτήθηκαν η Φωτεινή κι ο Φωτεινός
κι είπαν μεταξύ τους σα να τους χτύπησε ρεύμα.
«Ώρα να γυρίσουμε στο φως, το φυσικό μας φως!»
και πετάξαν τους φακούς τους και δεν είναι ψέμμα.

Ένα κεφάλαιο με κομμένο δέντρα
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
(Προσοχή μην πέσει κανένα δέντρο πάνω σας)

Ο Ρούλης έτριβε τα χέρια του από χαρά.
«Χα χα χα δε θα φτιάξω εδώ πέρα ιατρεία,
μα σπίτια για κοράκια που θα τα πουλήσω ακριβά!»
Ωχ, τον πονηρούλη που να του καεί η μπαταρία.

Κι έφερε φίλους του πολλούς, άγρια κοράκια
και μαδήσαν τα λουλούδια, τους θάμνους, τα φυτά
και ξεριζώσαν τσουπ τσουπ τσουπ λίγο λίγο τα δεντράκια
κι έμεινε η γη εκεί γυμνή με χόρτα ξερά!

Ο Φλογάτος κι η Πυρά βλέπαν από μακριά.
«Πυρά, μ’ αυτό που βλέπω μού πιάνεται η καρδιά,»
είπε ο Φλογάτος με πόνο στην καρδιά.
«Κι εμένα!» είπε η Πυρά. «Μεγάλη Καταστροφή.»

«Όμως εδώ θα γίνει μεγάλο ιατρείο»
έκαν’ ο Φλογάτος για να παρηγορηθεί.
«Ναι, και θά΄ χει φάρμακα πολλά σα φαρμακείο,»
κι η Πυρά με μεγάλη θλίψη στη φωνή.

Και τρέξαν να το πουν στους άλλους δακρυσμένοι.
«Μη λυπάστε, θα γίνει μεγάλο ιατρείο»
εξήγησε η Πυρά κι ήτανε θλιμμένη.
«Ναι,» κι ο Φλογάτος «και θά ΄χει φάρμακα σα φαρμακείο.»

Πως κλαίγαν τότε όλοι οι Πυγολαμπτήρες
σκέφτονταν, όμως, πως εκεί θα γίνει ιατρείο
και φέρναν δίπλα στα κομμένα δέντρα γύρες,
εκεί που θά ’χει φάρμακα πολλά σα φαρμακείο!

Κι έφτασε το βράδυ και βγήκε το φεγγάρι
μα η Φωτεινή κι ο Φωτεινός δε φόραγαν πια φακό.
Τους βλέπει η Πυρά που τριγυρνούσε όλο καμάρι,
«Καλέ αυτοί δε φορούν φακό – τι λάθος τραγικό!»

Και συνέχισε ο Φλογάτος όλο απορία,
«Μα αυτοί δεν είναι πια της μόδας όπως εμείς!»
Κι έπειτα κι οι δυο μαζί, «Τι ανοησία,
κρίμα για τα νιάτα του Φωτεινού και της Φωτεινής!»

«Κρίμα, κρίμα,» φωνάξαν οι πυγολαμπτήρες δυνατά.
«Η Φωτεινή κι ο Φωτεινός είναι πλέον ντεμοντέ.»
Αχ, τι να πεις σε τέτοια έντομα κουτά
που φέρονταν σα να τους κάηκε κάποιο μοτέρ!

Το κεφάλαιο που έπιασε φωτιά
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ (Όνομα και πράγμα ) 9
Φέρτε γρήγορα πυροσβεστήρες!

Αχ, ήρθε νύχτα που οι φίλοι μας για ώρα τους κακή
κοιμήθηκαν – τους είχε κουράσει το πολύ κρυφτό -
κι ήρθε ο Ρούλης πάνω σε λεπτό κλαδί
με σχέδιο στ’ αλήθεια τόσο καταστροφικό.

«Δε μου φτάνουν όσα μου χαρίσαν οι πυγολαμπίδες,»
ψιθύρισε, «θέλω κι άλλο χώρο, σπίτια να χτίσω πολλά»
κι όρμησε σα λύκος σε μαντρί με γίδες,
πάνω στα δέντρα και τους έβαλε φωτιά!

Ω, πόσο γρήγορα πιάσαν τα δέντρα φωτιά.
Μαύροι καπνοί ορμούσαν ψηλά στον ουρανό,
και ξημέρωσε μέρα γκρίζα μες στη σκοτεινιά.
Έκαιγε η φωτιά το δάσος δίχως σταματημό.

Μυρίζει η Πυρούλα τον καπνό και λέει τρομαγμένη,
«Ξυπνήστε, καίγεται το δάσος, φωτιά – φωτιά.»
Κι όλοι οι Πυγολαμπτήρες πετάγονται σαστισμένοι.
«Τα καημένα τα δεντράκια! – Βοήθεια, φωτιά!»

«Γρήγορα, γρήγορα, φέρτε πυροσβεστήρες»
είπ’ ο Φλογούλης και τά ’χε χαμένα!
Αχ, δεν είχαν τέτοιο πράγμα οι Πυγολαμπτήρες
και το δάσος καίγονταν σαν κάρβουνα αναμμένα!

«Εμπρός να φύγουμε να σωθούμε απ’ τη φωτιά»
φώναξε η Πυρούλα πλάι στη φωτιά την τρομερή.
«Ν’ ανάψουμε τους φακούς» κι ο Φλογούλης δυνατά
μα δεν έλεγαν ν’ ανάψουν οι πανάκριβοι φακοί!

«Πάλι τέλειωσαν οι μπαταρίες.» είπε η Πυρούλα,
αχ, κι ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω απ’ τον καπνό.
«Μα, αυτός είναι μέγας φαταούλας!»
γρύλισε ο Φλογούλης με μεγάλο θυμό.

Και θυμήθηκαν το δικό τους φως οι πυγολαμπτήρες
μα, από την αχρησία δε φώτιζε τόσο πολύ.
Και νιώθαν τότε σαν καμμένοι αναπτήρες!
Πάλι καλά που είχαν τον Φωτεινό και τη Φωτεινή.

«Ακολουθήστε εμάς πού ’χουμε το δικό μας φως»
είπ’ η Φωτεινή βήχοντας απ’ τον καπνό.
«Ναι, κι εμπιστευτείτε μας,»  συμπλήρωσε ο Φωτεινός,
στο δάσος που πνιγόταν στης φωτιάς το χορό.

Τότε ήταν π’ άρχισε να βρέχει στάχτη γκρίζα
έβρεχε, μόνο πού ’ταν στάχτη κι όχι δροσερό νερό
κι ήταν οι φίλοι μας σα να τους βάλανε στην πρίζα
και τους κάνανε γερό ηλεκτροσόκ!

Και πήγανε πιο πέρα οι φίλοι μας κλαμένοι
μα φύσαγε αέρας και δυνάμωνε η φωτιά
και βήχανε και παραπάταγαν σα μεθυσμένοι
κι έβρεχε στάχτη – καίγονταν τα δέντρα τα φτωχά!

(Κι εδώ θα απορήσετε τι γίναν τα άλλα ζώα όπως
λαγοί, σκίουροι, κουνάβια, αρκούδες, λύκοι, αλεπούδες
κι ένα τσούρμο άλλα μικρά και μεγάλα τετράποδα,
ερπετά, πουλιά και έντομα. Δε μιλάω γι’ αυτά γιατί δε θυμάμαι
τα μικρά τους ονόματα και δε θά ’ θελα να δώσω ψεύτικες πληροφορίες!
Γι’ αυτό μιλάω μόνο για τις πυγολαμπίδες
που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ, τόσο μεγάλες που ήταν!
Ουχ, ωχ,
τους πυγολαμπτήρες, θέλω να πω!)

Το κεφάλαιο το βραχυκυκλωμένο
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
(Βρέχει αλλά μην ανοίξετε ομπρέλες, για να σβήσει η φωτιά.)

«Θεέ μου στείλε βροχή,» είπ’ ο Φλογισμένος.
«Βροχή, να σβήσει τη φωτιά,» και η Πυρωμένη.
Και βράδιασε, κι ήταν ο ουρανός καπνισμένος
Και νύχτωσε, νύχτα άσχημη, καμμένη.

Οι ώρες πέρναγαν αργά και βασανιστικά,
κι οι καπνοί είχαν κρύψει από πίσω το φεγγάρι
όταν ξάφνου σύννεφα μαζεύτηκαν βαριά
κι οι φίλοι μας ούτε που το πήρανε χαμπάρι.

Άρχισε η βροχή σιγά σιγά να πέφτει
στάλα στάλα στην αρχή κι έπειτα μπόρα δυνατή
κι η φωτιά που ήρθε σαν τον κλέφτη
δεν άντεξε κι έσβησε η καταστροφική.

«Σβήνει η φωτιά, τελειώνει το μαρτύριο»
ούρλιαξε ο Φλογισμένος μ’ ανακούφιση μεγάλη.
«Ναι, πάει επιτέλους το βασανιστήριο»
κι η Πυρωμένη πού ’νιωθε μεγάλη ζάλη.

Ω, το δάσος είχε πια το μαύρο του το χάλι.
Μαύρα δέντρα κάρβουνο, δέντρα που δεν έχουνε ζωή.
«Άραγε θα ξαναγίνουν τα δεντράκια πάλι;»
είπαν όλοι τους με μαυρισμένη την ψυχή.

«Να δείτε που ο Ρούλης είναι κόρακας κακός!!»
είπ’ η Φωτεινή και το μυαλό της έπαιρνε στροφές.
«Ναι, κι άκουσα,» συμπλήρωσε ο Φωτεινός,
«πως καιν τα δάση για να χτίσουν σπίτια και φωλιές!»

«Μα ο Ρούλης θέλει να χτίσει ιατρείο,»
είπαν οι φίλοι τους που ήτανε κουτοί.
«Ναι, και θά ’χει φάρμακα πολλά σα φαρμακείο,»
και κοίταζαν με πίκρα τη φρικτή καταστροφή.

Ωπ, νά ’σου τώρα κι ο Ρούλης ο πονηρός
κι είπε τάχατες θλιμμένος για την τραγωδία
«Πω πω, τί καταστροφή, τί πόνος φοβερός!»
κι ήταν δακρυσμένος. Ω, τι υποκρισία!

Αχ, και κλαίγαν όλοι μες στη φύση την καμμένη,
ώσπου είπαν ο Φλογισμένος κι η Πυρωμένη.
«Μα γιατί φύγαν ο Φωτεινός κι η Φωτεινή
σα να τους κάηκε η ασφάλεια η κεντρική;»

Το Κεφάλαιο της στάχτης
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
(Τα κοράκια ας είναι ιδιαίτερα προσεκτικά εδώ)

Μα που πήγαν ο Φωτεινός κι η Φωτεινή;
(Σσσς! Ησυχία για να τους βρούμε)

Α, τι καλά! Τους βρήκαμε. Είμαστε εξυπνοπούλια!
Οι φίλοι μας είναι στα καμένα κι εξερευνούν
ώσπου ακούνε κάτι κοράκια ασχημούλια
λόγια περίεργα και πονηρά να λαλούν.

«Τί μεγάλος εμπρηστής ο Ρούλης και τί πυρκαγιά
μα θα χτίσει όμορφες φωλιές εδώ!»
Σαν άκουσαν οι φίλοι μας τα λόγια τούτα τα σκληρά
τρέξαν να πουν στους άλλους το έγκλημα το φοβερό!

Η επιστροφή των πυγολαμπίδων
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
(Ο Κλέφτης ο Ψεύτης και ο Εμπρηστής
τον πρώτο χρόνο χαίρονται)

«Ο Ρούλης είναι αθώος, είμαστε σίγουροι γ’ αυτό!»
βροντοφωνάξαν οι πυγολαμπτήρες δυνατά
«Είμ’ αθώος και είμαι σίγουρος γι’ αυτό»
είπε και ο Ρούλης τόσο τόσο υποκριτικά.

«Είσαι ένας απαίσιος πανούργος εμπρηστής!»
φώναξε στο Ρούλη με οργή ο Φωτεινός.
Κι εκείνος φοβήθηκε κι έπεσε καταγής
κι έβγαλε να τους δωρίσει μπαταρίες για τους φακούς.

Αχ, πως πήδηξαν απ’ τη χαρά τους ο πυγολαμπτήρες...
Μα οι φακοί είχαν χαλάσει απ’ τη βροχή
χώρια που μύριζαν σαν καμμένοι βραστήρες.
Α, οι φίλοι μας τούς είχαν πλέον σιχαθεί!

«Βραχυκυκλώσαν οι φακοί απ’ τη βροχή,»
ψέλλισε ο Ρούλης που κοιτούσε να γλιτώσει.
«Μα δε λυπήθηκες το δάσος που μας δίνει ζωή;»
απόρησε η Φωτεινή κι έκανε να τον τσακώσει.

Κι οι πυγολαμπτήρες ξαναγίναν πια πυγολαμπίδες
και στραφήκαν και οι δώδεκα στο Ρούλη.
«Ρούλη ψεύτη- τώρα θα σε κάνουμε βίδες
και μη μας παριστάνεις τον κόρακα τον αγαθούλη.»

Ένα βιαστικό κεφάλαιο
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

Επειδή θα κοπεί πάλι το ρεύμα λόγω έργων, πρέπει να βιαστούμε!
Ο Ρούλης πήγε να κρυφτεί σε μια τρύπα μέσα σ’ ένα βράχο όπου δεν είχε φτάσει
η βροχή κι ήταν εκεί ένας θάμνος που κάπνιζε ακόμη κι
ΕΠΙΑΣΑΝ ΦΩΤΙΑ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ.
Και πώς ούρλιαζε! Τι να περιγράφω τώρα... Κι έμεινε με τις πυγολαμπίδες να φυτεύει δέντρα και νέα φτερά δεν του ξαναβγήκαν! Και δεν ξαναπέταξε ποτέ.
Του άξιζε, όμως, αυτό!

Το κεφάλαιο που συνήλθε απ’ τη λιποθυμία
ΠΥΡΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

«Μα που πήγαν οι πυγολαμπίδες;» ρώτησε η Φωφώ
μόλις συνήλθε απ’ τη λιποθυμία.
«Ποιες πυγολαμπίδες, έχουμε πυγολαμπίδες εδώ;»
ρώτησε ο δάσκαλος κι η τάξη όλη μ’ απορία.

«Οι πυγολαμπίδες που γίνανε πυγολαμπτήρες!»
«Μα τι λες Φωφώ, είχες λιποθυμήσει,»
είπ’ ο δάσκαλος, «Τι’ ναι αυτοί οι πυγολαμπτήρες; »
«Παδιά, μη γελάτε, αφήστε την να εξηγήσει.»

Και μας τά’ πε όλα χαρτί και καλαμάρι
και τ’ άκουσα κι εγώ – ήμουν κι εγώ εκεί
κι ευτυχώς που μού ’κανε το ρεύμα τη χάρη
και τά ’γραψα όλα πριν γίνει διακοπή.

Ωχ, ωχ, μόλις έπεσε το ρεύμα.
Και δεν έχω
ούτε κεριά
ούτε φακούς
ούτε καν πυγολαμπίδες!

 

Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου